Πέμπτη, 28 Μαρτίου, 2024

Έκθεση ζωγραφικής Δέσποινας Φυσέντζου: The Other’s summers

Στην Rouan Gallery στην Λεμεσό από 23 Ιουνίου μέχρι 03 Ιουλίου.

Μετά από μια εκτενή ενασχόληση σε ποικίλες εικαστικές ενότητες, σε δημιουργίες με μικτά υλικά, όπως μεταξοτυπίες με συρραπτικές και κεντητικές παρεμβάσεις, εξπρεσιονιστικές συνθέσεις με ακρυλικό και κολλάζ σε καμβά, γλυπτικές κατασκευές καθώς και εγκαταστάσεις με φυσικά ή κατασκευασμένα υλικά, η Δέσποινα Φυσέντζου επιχειρεί μια θεαματική επάνοδο στις καταβολές της παραστατικής ζωγραφικής. 

Η επιστροφή αυτή στην απόλαυση που απορρέει από το αμιγές σχέδιο, άλλοτε φωτορεαλιστικά δοσμένο κι άλλοτε με την αφαιρετική εκείνη ελευθερία, που απαλείφει λεπτομέρειες σε πρόσωπα και χώρους, καθώς και η εντρύφηση στο χρώμα σηματοδοτεί την κατάδυση στα βάθη της ύπαρξης. Συνιστά μια ανακουφιστική επίσκεψη, αισθητική και ψυχαναλυτική συνάμα, σε ρίζες ξεχασμένες και πολλαπλούς συνειρμούς που αναφύονται από τον πυθμένα του ασυνειδήτου. 

Ξεδιπλώνει, έτσι, μπροστά μας ταξιδιωτικές επισκέψεις σε αρχαιολογικούς χώρους, οικογενειακά στιγμιότυπα ξεγνοιασιάς, που παραπέμπουν σε θερινή αναψυχή, με παιγνίδι στην παραλία, περιπάτους στη φύση, πλάι σε κατσικάκια ή καβάλα σε γαϊδουράκια, άλλοτε σε χαλαρωτικές οδοιπορίες κι άλλοτε σε στιγμές ρέμβης, περισυλλογής κι αναπόλησης. Κι ενώ θ’ ανέμενε κανείς ότι οι σκηνές αυτές ξετυλίγουν προσωπικά βιώματα κι αναμνήσεις, η αλήθεια είναι ότι αφορούν σε ζωές και καλοκαίρια άλλων, μέσα από τις οποίες εξορκίζει εμπειρίες και απωθημένα συναισθήματα, που η ίδια θα επιθυμούσε να είχε βιώσει.  

Ανατρέχοντας σε παλαιοπωλεία, περισυλλέγει άλμπουμ και φωτογραφίες ανθρώπων που έφυγαν και μαζί τους έσβησε η όποια αναλαμπή της θύμησής τους σε συγγενείς και φίλους, συστήνοντας ένα αρχείο με πολύτιμες και καθοριστικές στιγμές που ξέπεσαν αζήτητες, στον ευτελισμό της σκόνης. Επιχειρεί, λοιπόν με τη χρήση ακρυλικού να αποκαθηλώσει από τον μαρασμό της λήθης, την ψυχική πεμπτουσία της κάθε μαυρόασπρης φωτογραφίας, αναστήνοντάς την μέσα από μια φωσφορίζουσα, ζωογόνα χρωματική γκάμα, στην οποία προσδίδει υπόσταση μεταφυσική, με τόνους του σέπια. Περισώζει, έτσι, τη μνημονική παρακαταθήκη των άλλων, την οποία παρατηρεί κι εξερευνά ενδελεχώς, διεισδύοντας στους πιο απειροελάχιστους κραδασμούς της, καθώς την αποτυπώνει στον καμβά. Καταλήγει, εν τέλει, να την οικειοποιείται, αντλώντας μέσα από το διάπλατο ψυχικό τοπίο που αυτή διανοίγει, την αβίωτη καλοκαιρινή ανεμελιά της παιδικής και εφηβικής της ηλικίας. 

Η ζωγραφική της άμεση και ομιλούσα, χωρίς αχρείαστες εννοιολογικές παρεμβολές, αποκτά τη θαυματουργή, επουλωτική δύναμη που απαλύνει το τραύμα, αρθρώνοντας τον απόηχο της κάθε ανθρώπινης και ζωικής ανάσας, του τραγουδιού των τζιτζικιών, του φλοίσβου των κυμάτων, της υπερκόσμιας νηνεμίας της θάλασσας, των λόφων, της βλάστησης και των αρχαϊκών κιόνων. 

Διάβασε ακόμη